εγκληματολογικός

εγκληματολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκληματολογία («διεθνής εγκληματολογική ένωση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εγκληματολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκληματολογία (βλ. λ.): Εγκληματολογικές μελέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”